- μονοκύλινδρος
- -η, -ο(για μηχανή) αυτή που έχει έναν μόνον κύλινδρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
Ντέμλερ, Γκότλιμπ — (Gottlieb Daimler, Σόρντορφ, Βίρτεμπεργκ 1834 – Μπαντ Κάνστατ, Στουτγκάρδη 1900). Γερμανός μηχανικός και εφευρέτης. Διπλωματούχος του πολυτεχνείου της Στουτγκάρδης, εξασκήθηκε πρακτικά στη Μεγάλη Βρετανία και στη Γερμανία, όπου διηύθυνε τη… … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek